- παραθήγειν
- παρά-θήγωsharpenpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въпълчати — ВЪПЪЛЧА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Перен. Воодушевлять, возбуждать: Тако же и воѥводѣ. своѥ ѥсть люди вводити издрѩдны˫а. и вполчати ˫а ѹтѣшными словесы. (παραθήγειν) ФСт XIV, 61г. Ср. ѹпълчати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παραθήγω — ΜΑ 1. διεγείρω, ερεθίζω 2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.) αρχ. ακονίζω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek